Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Λίγα δείγματα της Ικαριακής γλώσσας
(ΕμφάνισηΑπόκρυψη)
Ο θεμελιωτης της γλωσσολογιας εις την συγχρονη Ελλαδα ειναι ο Γεωργιος Χατζιδακης. Συγχρονος του Ελ.Βενιζελου. Επισκευθηκε παρα πολλες φορες την Ικαρια στα τελη του 1890 για να μελετησει την ικαριακη διαλεκτο. Εκει απλα ανεφερε οτι η ικαρια ειναι μια κιβωτος οπου επεζησε η αρχαια ελληνικη γλωσσα με πληθος ιδιωματων που μας πηγαινουν κατ'ευθειαν στην εποχη του Περικλη.

Λίγα δείγματα της Ικαριακής γλώσσας

<<Βάλε τον θώκο να καθήση>> -δωσε του καθισμα να καθιση
<<Πάστρεψον τον αγωγόν την αύλακον>> - καθαρισε τον αγωγοτης αυλακος

Ο ιστορικός Ιωάννης Μελλάς γράφει για την Ικαριακή διάλεκτο

<<Η Ικαριακη διαλεκτος ειναι η μονη ισως απο ολας τας
διαλεκτους του ελληνισμου η οποια περιεσωσε αλωβητους
λεξεις μτης αρχαιας πλειστας παρεφθαρμενας ,και καποτε
παραμορφωμενας αι οποιαι ομως δεν συναντωνται εις αλλην
περιοχη του ελληνικου χωρου.
Απο τα χειλη του απαιδευτου πληθυσμου εις τους χρονους της
πειρατοκρατιας της φραγκοκρατιας και της τουρκοκρατιας
ηκουοντο αναλλοιωτοι ομηρικοι φθογγοι οπως αυτοι: ατη,θωκος,αυος.
και η λαλια των ητο κατασπαρτος απο φρασεις τας οποιας και σημερον ακομη χρησιμοποιουν εις το λεκτικον των οι Ικάριοι.>>

Ο Γ. Χατζιδάκης γράφει για το Ικαριακό γλωσσικό ιδίωμα

"Ο γλωσσικος πλουτος της νησου ειναι κατα παντα αρχαιος ,αχραντος και αμίαντος ετι απο των νεωτερων ξενισμων των αλλων ελληνικων. Η αρχαία γραμματικη ζη εν τη νησω ταυτη. Πασι των κλισεων αι κλισεις διασωζονται και προφερονται ουτω καλως υπο των αμαθων και αγροικων της νησου κατοικων ωστε αν γελασθης και προφερης ομιλων τους ναυτες ,τους ψαλτες , διορθουντες σε αναφωνουσι τους ναυτας, τους ψαλτας .....
Αι κλίσεις, αι αντωνυμιαι, τα ρήματα, διασώζονται θαυμαστώ τω τρόπω αρχαιοτρόπως.Ουδείς ξενισμός εν τη γλώσση αυτών.
Εαν τις Ικάριος ως ανθρακοπώλης ή ναύτης μετακομίσει εις την ΄Ικαρον νεοελληνικόν τι ,εγείρει την περιέργιαν των ακουόντων .
Ουδέν των τοπικών ονομάτων είναι ξενικόν πλήν τηςλέξεως <<Πουντα>>. Αι δε φθογγολογικαί μεταβολαί είναι σπουδαιοτάτης προσοχής άξιαι, διότι δι αυτών λύονται πολλά μέχρι τούδε αλυτα ζητήματα και ανευρίσκεται η πρώτη καταγωγή πολλών λέξεων.
Τα διπλά σύμφωνα εκφωνούνται λαμπρότατα (*) άλλα δε του καθ' ημέραν βίου πράγματα άπερ οι λοιποί Έλληνες δια ξένων λέξεων ονομάζουσι, καλούσιν οι Ικάριοι δι αρχαίων γνήσιων Ελληνικών."

(*) μαθαίνω, συμβάλλω, πολλά, θάλασσα, κρεββάτι, πάππος,
κόμμα, σκάμμα, φραμμός, γρυλώννω, χώννω ,στύλλος, ξερόρραχος, πληρώννω, μεγαλώννω, χαλλοί, σκοτώννω,
πλημμύρασιν

Μερικές διαπιστώσεις του Γ. Χατζιδάκη

Το γλωσσικο ιδίωμα της Ικαρίας ανήκει στη μεσημβρινή ή Νότια Ελληνική, δηλαδή στην μερίδα εκείνη της Ελληνικής γλώσσας η οποία:
  1. Ουτε τον άτονο φθόγγο <> ούτε τον άτονο φθόγγο <> αποβάλει (π.χ Χριστός-Χστός-Κστός ή Ξτός , κουνουπι-κνουπιν)
  2. Ουτε τον άτονο φθόγγο <> τρέπει σε <> ούτε τον άτονο φθόγγο <<ο>> σε <> (π.χ. έρχεται-ερχιτι, άνθρωπος-άνθρουπους)όπως συμβαίνει στη Βόρεια Ελληνική διάλεκτο.
Η μεσημβρινή Ελληνική διατηρεί ολα τα φωνήεντα εντελώς ασύγχητα και αλώβητα.
Η Ικαριακή φαίνεται να συνδέεται στενά με την ομιλουμένη στη Ρόδο, Λέρο, Κάλυμνο, Πάτμο, Χίο, Δ.Κρήτη και Κύπρο.
Κύριοι χαρακτήρες της είναι:
  • η διάσωση των ερρίνων στο τέλος της λέξης ως και τούτου προσλαμβάνει ο λόγος τους ένα ρινώδες χαρακτηριστικό
  • η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων απο τα απλά
  • η χρονική αύξηση <<η>> αντι <<ε>> και <<ε>> αντι <<α>>
  • η κατάληξη -ούσιν , -άσιν αντί -ουν, -αν.
Το φωνήεν <<α>> στο ικαριακό ιδίωμα προφέρεται <<α>> αντι αλλων φωνηέντων στην αρχή στο μέσο και στο τέλος των λέξεων
  • στην αρχή αντι <> ,<>. π.χ.:
    αποδόχι(ν) = υποδόχιον,
    απακούω =υπακούω,
    απομονή = υπομονή,
    αφφάλα = ομφάλιον,
    αμάδα = ομάδα,
    αργάτης = εργάτης.
  • Το <<α>> αντι <>,<> έχει πολλές γορές ως αιτία την συνεκφορά λέξεων στην πρόταση: π.χ:
    θα ερωτήσω - θα 'ρωτήσω,
    θ'αρωτήσω-αρωτώ.
  • Στο μέσο της λέξης το <<α>> βρίσκεται αντί αλλων φθόγγων έχοντας προέλθει από αφομοίωση π.χ:
    ξεροτράχαλον αντί ξεροτρόχαλον,
    λακάνη, λακανίδι αντί λεκάνη, λεκανίδη.
  • Στο τέλος λέξης το <<α>> προφέρεται αντι άλλων φθόγγων κυρίως στα επιρρήματα : πχ:
    ακομα αντί ακομη.

Δείγματα του Ικαριακού γλωσσικού ιδιώματος από δημοσιεύσειςτου Ν. Καστανιά


Ο ουρανός ησκοτείανε κι ηδρόσισε. Το μπουρίνι ηβρόντηξεν σαν αστροπελέκι κι η βροχή ηκατάφτασεν ακολάντριστη χοντροψίχαλη κι απο σταμνιού.
Τα ζωντανά βρουλλίζουνται μιαν εδώ και μιαν εκεί γυρ' αφ'τη δεματαρέν τω, και ο λατάριν του σπιθκιού αναχαράσσει τη συλλοήν του δεμένο στο παλούκιν του. Ο καιρός ηκρέμασεν τη μουρην του και συλλοάται για βροχή. Κι απέ, ήντα χολιά κανείς και σκέβγεται! Η αμπάρα ναγ καλα ,το πιθοστάσιν, η αελέ, ο κίτσος και η σκρόφα του. Τα νυχτόξυλα κοντύλια κοντύλια οπισ'στ'οσπιτι και το προσάναμμα αμπαριασμένο δίπλα στη χειμωνιάτικη ταή, σαν ο καιρός είναι κατάβαρη.

Βρουλίζομαι = προσπαθώ να κάμω κάτι με πολύ κόπο επιμονή
και φασαρία. Δεματαρέ = το μέρος όπου δένονται το οικόσιτα
ζώα για να βοσκήσουν ή να δροσάσουν (θάμνος, δέντρο, παλούκι,πέτρα)
Πιθοστάσι= το μέρος όπου βρίσκονται χωμένα στο έδαφος τα
κρασωπά πιθάρια. Αελε= αγελαδα, Σκρόφα = η γουρουνα.

...Τα χιονοσπάσματα μπαρουτίζουμ μεσ στα νυχτόξυλα, το κουζινάκιν ηρόδισε απο τη χλιάση κι ούλλον το νοικοκυριο χορεβγει ,ως καθώς παίζει άναβα-κάταβα η αήλλα τηε φωθκιάς.

χιονοσπάσματα = τα κλωνάρια τών δέντρων που σπάζουν απο το
βάρος τού χιονιού, άναβ κάταβα= πανω κατω
αήλλα = η φλόγα της φωτιάς που φωτίζει την κουζίνα.

Ο μουσαφίρης άφτει λαμπαδιαστός απά στο νύχιν του, πλούσιος ο σωφράς παραγωνιάς σταμένος , στη γύρα η φαμέλια και το σιφούνι χέρι-χέρι, χαχχανιστά, τηβ βότταν του.

Μουσαφίρης = το δαδί που άναυαν για να φέξουν όταν είχαν μουσαφίρη
Νύχι= πετρινη η σιδερένια προεξοχή μεσα στο τζάκι οόπου
ετοποθετείτο το αναμένο δαδι.
Σιφούνι=το φλασκί με στραβή ουρά που σιφούνιζαν (ρουφούσαν)
κρασί απο πιθάρι.

Η νύχτα ήφεβγεγ κατά το χάραμα σαν τις αλλες ούλλες του Δεκέμβρη. Καιρός ξανάπουλλος, του μπουρινιου, βροχή για δυό χειμώνες. Που ναχει δόξα , α σταματήσει μιά βολά; Μα ήρτεμ πιά το χάραμα, κι ηκέντρωσεγ κι ο ήλιος. Ο χοίρος μες στο κουμάσιν του ηπάλαιψεγ κι ησκλήριξεδ διχως ν'αλλάξει ριζικόν. Η σύρτη δίπλα στο ρεμπικοκάζανον, κι ητέντωσεν τα μπρούμυτα απά στημ πλάκα της αυλής. Ο σκύλος με τους κάττες αντρακουρέβγουνται μες΄στη σπαγαρέ και τ'αποκούνιν του σπιθκιού -σουπέρδια σέρφη- πασκίζει νά τους χωρίσει μ'έναν αντράχλο.

ξανόπουλος = ο κακός καιρός που ενω νομίζομε οτι βελτιώθηκε
παραμένει ο ίδιος για να εκδηλωθει πάλι κακός.
Κουμάσι = το σπίτι και ο χώρος που ζει ο χοίρος.
Ρεμπικοκάζανον= καζάνι για απόσταξη ρακής
Καττης= γάτα , γάτος
αντρακουρέβγομαι= στήνω καβγά
αποκούνι=το τελευταίο παιδί της οικογένειας
σπαγαρέ=το μέρος του εδάφους με το αίμα που σφάχτηκε το ζώο
σουπερδια σέρφη=κακό μαμούνι, κακό παιδί

Οι νοικοκιουράδες μπαινοβγαίνουγ και συμπαίλλου κι ούλλογ κάτι πολεμούσι. Διώχνουν αφ΄τημ μέση τα μικρά
λουροκόβγουσιν τους κάττες, τρίβγουσιν τ'άλατσι συδδαβλίζουν τη φωθκιά και χωρατέβγουν με τους όξω που χοιροπαιδέβγουνται.

Συμπαίλλω και συδδαυλίζω=τακτοποιώ τα αναμμένα ξύλα κάτω από το τσουκάλι
και φυσώ βοηθώντας τα νάναψουν καλύτερα.
λουροκόβγω=ρίχνω λούρους, μικρές πέτρες, πετροβόλω
χορατεβγω= κάνω αστεία.


Κι ήρτανε κι άλλοι, δικοί και μουσαφήρηδες, ζευκαλλήδες ούλοι μιάβ βολά. Κι ήψεν το πελεκούδιν, ήωεν και το ζεύκι.

ζευκαλής = ο γλεντζές, ο χορευτής
πελεκούδι=το κομμάτι του ξύλου -δαδί- που άναβε και φώτιζε
τις γιορτινές επίσημες νυχτερινές ώρες.

Αδούλωτο ,γιαλούσιμον κρασί,βοττάρει στης παρέας τ'αναμμα, και τα φλασκιά με το στραβόραδον σιφούνι ούλλο και χαχχαριζουσ σαν αδειάζουσι. Κι ο χοίρος πάει κι έρκεται και ζευκοτραγουδιέται.

αδούλωτο γιαλούσιμον κρασί= κρασί απο αμπέλια του γιαλού.

Μεσοκομμένος αφ'τογ κάματο της μέρας ,σαφισμένος αφ΄το βολλοϋρισμα του νου, παίζεις ένα γύρω και απανώθωρα τα μάθκια σου να φχαριστήσεις τηγ καρδιά σου πούθλαψε. Χολιάς για τοναν τ'άλλο, χάνεις το σουράττι σου, σβήνει σου το λυχναψίδιγ και λιέβγεις σαμ ψυχόκερον.

σαφισμένος = σαστισμένος απο πολλά και άλυτα προβλήματα ή απο γεράματα
βολλοϋρίζω=βολλοδέρνομαι
απανόθωρα=ματιά που βλέπει προς τα πάνω σηκώνοντας μόνο τα μάτια.
σουράττι=περίγραμμα σώματος
λυχναψίδι=το φυτίλι του λυχνού με τη βάση του.


Ημπλάσασιν της σταλικοποριά κι ηβούθρισαν τοφ φράχτη. Μεάλομ πλατυβόλι το βιός μας ήγινεν ,μ'ανέφραην την αποχειλωσέ. Το σπιτογύριν έρημο. Ο λαϊνοστάτης άδειος. Στο πανωπόρτι μάνταλος. Κι αφ'τηγ καττότρυπαν ο ψόφος που μπαινοβγαίνει σφάχτης ήρτεγ και μας κατάδωκε.

Μπλάζω = σκορπίζω
σταλικοποριά= ποριά φτιαγμένη απο κάθετα και παράλληλα αγρια ξύλα.
Βουθρίζω=γκρεμιζω , χαλώ
πλατυβόλι=μεγάλο περιβόλι
αποχειλωσέ = ακρη γύρω γύρω του περιβολιού
ανέφραη= άφραχτη.
λαινοστάτης= πέτρινη ή ξύλινη βάση πάνω στην οποία τοποθετείται η στάμνα.
πανωπόρτι= το επάνω κομάτι της πόρτας.
καττότρυπα=μεγάλη στρογγυλή τρυπα στην πόρτα οπου μπαινόβγαινε ο γάτης του σπιτιού
Ψόφος= δυνατό κρύο.


Ήγινεμ πιά η ζωή κατάβαρη, που ηκρέμασεν στ'ακρόκλωνα κι αφ'του σπιθκιού τις ουρανιές ,ήμπεμ μεσ'στηγ καρδιά, κι ησκότειανε.

Ουρανιές= τα υψηλότερα μέρη της σκεπής.

Χρόνια προσβαλλάδες ,στηρ ρόα ξένου μασταριού, ηρτεν το μπρός κι ηκόλλησεν εις τον μπριάντην, κι η μέση μας ητσάκισεν στα δύο, καθώς παίζει άναβα - κάταβα η κράμπη τ'αχαμνοραγιά.

προσβαλλάς = το μικρό κατσικάκι που βυζαίνει σε ξένη μάνα.
ρόα = ρόγα
μπριάντης=το μέρος πίσω απο τα άντερα , πρός τη ραχοκοκκαλιά.
κράμπη=ραχοκοκκαλιά

Επιμέλεια κειμένου: Salonica

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

d